- αγκαλίδα
- η (Α ἀγκαλίς) [ἀγκάλη]δέσμη ή σωρός πραγμάτων, σε ποσότητα αρκετή να γεμίσει μια αγκαλιάαρχ.αἱ ἀγκαλίδεςη αγκαλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκαλίδα — ἀγκάλη bent arm fem acc sg ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc/acc dual ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδας — ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγκαλος — ἄγκαλος, ο (Α) (παράλληλος σχηματισμός τού αγκάλη) η αγκαλίδα* … Dictionary of Greek
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek
αγκαλίς — ἀγκαλίς ίδος, η (Α) βλ. αγκαλίδα … Dictionary of Greek
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek
ωλενίς — ίδος, ἡ, Α αγκαλίδα, δεμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ἀγκαλ ίς)] … Dictionary of Greek